ψευδόσοφος

ψευδόσοφος
ὁ, ΜΑ
αυτός που παρουσιάζεται ως σοφός, ενώ είναι αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + σοφός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κενόσοφος — η, ο (Α κενόσοφος, ον) ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρό σοφος, φιλό σοφος] …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • ψευδοσοφία — ἡ ΜΑ [ψευδόσοφος] ψευτοσοφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”